αφορεσμός
Смотреть что такое "αφορεσμός" в других словарях:
αφορισμός — αφορισμός, ο και αφορεσμός, ο 1. ακριβής και λιγόλογος ορισμός, απόφθεγμα, γνωμικό: Μερικές απόψεις του ήταν διατυπωμένες με τέτοια ακρίβεια και συντομία ώστε αποτελούσαν αφορισμούς. 2. εκκλησιαστική ποινή με την οποία αποκλείεται κάποιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)